- ἀέλπτω
- ἄελπτοςunhoped formasc/fem/neut nom/voc/acc dualἄελπτοςunhoped formasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αελπτώ — ἀελπτῶ ( έω) (Α) [ἄελπτος] (μόνο στη μτχ.) δεν έχω ελπίδα, απελπίζομαι, απογοητεύομαι, βρίσκομαι σε απόγνωση … Dictionary of Greek
ἀελπτῶ — ἀελπτέω have no hope pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀελπτέω have no hope pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέλπτῳ — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το … Dictionary of Greek